τηλεμάχου

τηλεμάχου
τηλέμαχος
fighting from afar
masc/fem/neut gen sg
τηλεμάχος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τηλεμάχου — Τηλέμαχος fighting from afar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής …   Dictionary of Greek

  • μέδων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από την Ιθάκη και ήταν κήρυκας των μνηστήρων της Πηνελόπης. Αποκάλυψε στη βασίλισσα το σχέδιο των μνηστήρων να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο και την ειδοποίησε όταν ο γιος της επέστρεψε …   Dictionary of Greek

  • μέντορας — και μέντωρ, ο συνετός φίλος και σύμβουλος, πνευματικός οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Μέντορος, φίλου τού Οδυσσέως και συμβούλου τού Τηλεμάχου στην Ιθάκη] …   Dictionary of Greek

  • πέλας — Α επίρρ. 1. κοντά, πλησίον («ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο», Ομ. Οδ.) 2. (ως ουσ. αρσ. πληθ.) οἱ πέλας α) οι γείτονες β) οι όμοιοι 3. φρ. «τὰ τῶν πέλας κακά» οι ξένες δυστυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέλăς ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα *pelā / pelә2… …   Dictionary of Greek

  • πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… …   Dictionary of Greek

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

  • Γοβδελάς, Δημήτριος — (Ραψάνη 1780 – Ιάσιο 1831).Λόγιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Πέστη της Ουγγαρίας, όπου και δίδαξε. Αργότερα έγινε σχολάρχης στο Ιάσιο και με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, κατέφυγε στην Πολωνία. Ο Γ. ασχολήθηκε με τη σύνθεση διαφόρων επικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”